- μούρσινος
- μούρσινος, η, ον, perh.A = μόρινος, mulberry-coloured, or μύρσινος, myrtle-coloured, POxy.531.15 (ii A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μούρσινος — μούρσινος, ίνη, ον (Α) πιθ. αυτός που έχει το χρώμα τής μουριάς ή αυτός που έχει το χρώμα τής μυρτιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. είναι πιθ. εσφαλμένη γραφή τού μόρινος (< μόρον «μούρο») ή < μυρσίνη αντί μύρσινος (βλ. και λ. μούρτζινος)] … Dictionary of Greek
μουρσί(ν) — μουρσί(ν), τὸ (Μ) βαθύς λάκκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρσί(ν), που απαντά σε ιδίωμα τής Ρόδου < μύρσον, που σχετίζεται πιθ. με το ουσ. μυρσίνη (πρβλ. μούρσινος)] … Dictionary of Greek
μούρτζινος — Επώνυμο ιστορικής οικογένειας της Μάνης, κλάδος του οίκου των Τρουπάκη. Βλ. λ. Τρουπάκης. * * * η, ο αυτός που έχει βαθύ κόκκινο χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μούργα + κατάλ. ινος με ουράνωση τού γ σε τζ . Κατ άλλους, από το επίθ. μούρσινος (< μύρσινος … Dictionary of Greek